- λησταρχείο
- το (Μ λῃσταρχεῑον) [λήσταρχος]το καταφύγιο τού ληστάρχου και τών ληστών τής συμμορίας τουνεοελλ.μτφ. κατάστημα όπου γίνεται αισχροκέρδεια, υπερβολικά ακριβό κατάστημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λησταρχείο — το το καταφύγιο του λήσταρχου και της συμμορίας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρχείο — Στην αρχαιότητα ο όρος σήμαινε το μέρος όπου έδρευαν ή συνεδρίαζαν οι αρχές ή ακόμα και τις ίδιες τις αρχές (Αριστοτέλης). Αργότερα πήρε τη σημασία που έχει σήμερα, δηλαδή συλλογές δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων καθώς και το μέρος όπου φυλάσσονται … Dictionary of Greek